-
1 μήνιμα
-
2 ἈΚέομαι
ἈΚέομαι(Ableitungunsicher), heilen; fut. ἀκέσομαι, aor. ἠκεσάμην, aor. pass. nur Paus. ἀκεσϑέντων ὑπὸ Ἀσκληπιοῦ 2, 27, 3. 3, 19, 7; das act. ἀκέω nur Hippocr.; – Hom. Iliad. 16, 29 ἕλκε' ἀκειόμενοι, ἕλκος ἄκεσσαι 16, 523; τὸν (Αἰνείαν) ἀκέοντο 5, 448; τῷ δ' ἐπὶ Παιήων ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων ἠκέσατ' 5, 402. 901; νῆας ἀκειόμενον Od. 14, 383; ἀκέοντο δίψαν Iliad. 22, 2, stillten den Durst; Iliad. 13. 115 ἀλλ' ἀκεώμεϑα ϑᾶσσον· ἀκεσταί τοι φρένες ἐσϑλῶν, Scholl. Aristonic. ὅτι ἀμφίβολον τὸ ἀκεώμεϑα, πότερον ἰαϑῶμεν ἢ ἀκεσώμεϑα· ὃ καὶ ὑγιές, οἷον τὸ ἐλάττωμα ἰασώμεϑα; Od. 10, 69 ἀλλ' ἀκέσασϑε, φίλοι· δύναμις γὰρ ἐν ὑμῖν, helfet; – Pind. P. 9, 108 δίψαν; – ψώρην τινί. 4, 90; βλέφαρον Hec. 1067; Ep. ad. 162 ( App. 322) νούσου τινά, wie Paus. 8, 18, 3, sonst παύειν; τροφῇ τὴν τῆς τροφῆς ἐπιϑυμίαν ἀκ. Plut. cup. div. 2; ἄχος Soph. Tr. 1027, κακόν Ant. 1014; λύπας Eur. Med. 203; ἁμαρτάδα, wieder gut machen, Her. 1, 167; ἀδίκημα, aussühnen, Plat. Rep. II, 364 b: τὸ μήνιμα τῶν ἀλιτηρίων Antiph. 4 γ 7; ἀπορίας Xen. Mem. 2, 7, 1; τὰ ἐπιφερόμενα Her. 3, 16, dagegen Vorkehrungen treffen; ausbessern, Sp. bes. von Kleidern, flicken, ἱμάτιον Men. bei Eust. 1647, 58; Luc. fugit. 33; Schuhe Necyom. 17.
-
3 προστρίβω
A rub on or against: abs., προστρίβοντα by friction, Arist.HA 535b23:—[voice] Med., rub oneself against,τῷ τοίχῳ IG42(1).126.10
(Epid., ii A.D.):—[voice] Pass., to be rubbed on, Dsc.4.153; προστετριμμένος worn away, dulled,πρὸς ἄλλοισιν οἴκοις A.Eu. 238
.III more freq. in [voice] Med., mostly in bad sense, inflict or cause to be inflicted,πληγάς τισι Ar.Eq.5
; ; ;τὴν ὑποψίαν τῆς προδοσίας Plu.2.89f
:—[voice] Pass., , cf.Sammelb.5273.12 (v A.D.), PMonac.6.66 (vi A.D.).2 in good sense, πλούτου δόξαν προστρίψασθαι τοῖς κεκτημένοις attach to them the reputation of wealth, D.22.75, 24.183.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστρίβω
См. также в других словарях:
προστρίβω — ΝΑ [τρίβω] τρίβω κάτι πάνω σε ή με κάτι άλλο αρχ. 1. αποδίδω («πᾱν τὸ ἀνθρώπειον πάθος τοῑς θεοῑς προστρίβειν», Διογ. Λαέρ.) 2. (με καλή σημ.) προσάπτω («πλούτου δόξαν προστρίψασθαι τοῑς κεκτημένοις», Δημοσθ.) 3. προσδίδω («προστρίβεσθαι [χροιᾱς] … Dictionary of Greek